- καυτηρ
- καυτήρ-ῆρος ὅ1) сожигатель Pind.2) раскаленное железо (для прижигания) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καυτήρ — burner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρα — καυτήρ burner masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρας — καυτήρ burner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρες — καυτήρ burner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρι — καυτήρ burner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρος — καυτήρ burner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρσι — καυτήρ burner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτῆρσιν — καυτήρ burner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυτήρων — καυτήρ burner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… … Dictionary of Greek
καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… … Dictionary of Greek